- ετεράδελφος
- οιατρ. διφυές τέρας που έχει στην μπροστινή του επιφάνεια προσκολλημένο πρόσθετο πλάσμα, ατελές, χωρίς κεφάλι και μερικές φορές χωρίς θώρακα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. heteradelphus < ετερο-* + αδελφός].
Dictionary of Greek. 2013.